Κραννωνιος

Κραννωνιος
    Κραννώνιος
    3
    краннонский
    

(πεδίον Theocr.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "Κραννωνιος" в других словарях:

  • Κραννώνιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κραννωνίων — Κραννώνιος fem gen pl Κραννώνιος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κραννώνιον — Κραννώνιος masc acc sg Κραννώνιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κραννωνίου — Κραννώνιος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κραννωνίους — Κραννώνιος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κραννώνιοι — Κραννώνιος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»